- διαμπερέως
- διαμ-περέως, = foreg.,A through and through, of piercing pains, Hp.Int.8; also,
διείσομαι πάντα δ. Nic.Th.495
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διείσομαι πάντα δ. Nic.Th.495
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμπερέως — διαμπερής piercing adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμπερές — επίρρ. και διαμπερῶς και διαμπερέως (Α) 1. από τη μια άκρη ώς την άλλη 2. (για χρόνο) αιωνίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική λ. με τοπική και χρονική χρήση, σύνθετη από διά + αμπείρω (< ανά + πείρω) με το επίθημα των επιθέτων σε * ς , ενώ το ρήμα… … Dictionary of Greek